τελεστῇ

τελεστῇ
τελεστής
an official
masc dat sg (attic epic ionic)
τελεστός
fulfilled
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύναψη — η / σύναψις, άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω] 1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση νεοελλ. 1. βιολ …   Dictionary of Greek

  • επιμεριστική ιδιότητα — Κοινή ιδιότητα των πράξεων της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού που εκφράζεται με τις ταυτότητες: (α + β)γ = αγ + βγ, γ(α + β) = γα + γβ. Γενικά, ως ε.ι. ενός τελεστή Α ως προς την πράξη xψ εννοείται η ιδιότητα που εκφράζεται από την ισότητα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”